τσαπατσούλικα

τσαπατσούλικα
pâteux

Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Regardez d'autres dictionnaires:

  • τσαλαβουτώ — Ν 1. βαδίζω απρόσεκτα και πατώ μέσα στις λάσπες 2. αναταράσσω λάσπη 3. μτφ. εργάζομαι απρόσεκτα, τσαπατσούλικα. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. συνδέεται με το ρ. βουτώ και έχει προέλθει από τη φρ. έξαλλα βουτώ ή, κατ άλλους, άτσαλα βουτώ (πρβλ. τσαλα πατώ)] …   Dictionary of Greek

  • τσαλαβουτώ — τσαλαβούτησα, τσαλαβουτήθηκα, τσαλαβουτημένος 1. βαδίζω, βουτώ απρόσεχτα στις λάσπες. 2. αναταράζω λάσπη. 3. μτφ., εργάζομαι απρόσεχτα, δουλεύω τσαπατσούλικα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τσαπατσουλιά — η 1. ακαταστασία, έλλειψη νοικοκυροσύνης. 2. η εργασία που γίνεται τσαπατσούλικα, ακατάστατα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”